Τα προβλήματα της ελληνικής μυδοκαλλιέργειας αναδεικνύονται στη συνέχεια.
Tα εμπορικού μεγέθους μύδια από τις παραγωγές της δεκαετίας του 1990 ενώ είχαν ατομικό ολικό υγρό βάρος (εμπορικό) περίπου 25 g, από τη δεκαετία του 2000 μέχρι σήμερα το βάρος αυτό κυμαίνεται στα 12 g όπως φαίνεται στο διάγραμμα.
Εικόνα. Μηνιαία μεταβολή του ολικού υγρού βάρους του μυδιού από μελέτες των Κράββα (1996), ΕΚΘΕ (2001), ΑΤΕΙΘ (2007), Τσιάρας & Γαληνού-Μητσούδη (2013) στην περιοχή της Χαλάστρας Θεσσαλονίκης.
Το μειωμένο βάρος των μυδιών αποτυπώνεται στη συνολική παραγωγή που βαίνει μειούμενη ενώ συμπαρέσυρε και την τιμή πώλησής του από τον παραγωγό. Η τιμή αυτή για δύο περίπου δεκαετίες, παραμένει σταθερά χαμηλή και δεν ξεπερνά το 0,5 €, όταν στο τέλος της δεκαετίας του 1980 αρχές 1990 ήταν υπερδιπλάσια.
Εικόνα. Μεταβολή της παραγωγής μυδιών και της χονδρικής τιμής (παραγωγό) στην Ελλάδα στην περίοδο 1987-2011.
Χαμηλοί ρυθμοί αναγέννησης των θρεπτικών αλάτων που δεν προάγουν τα τροφικά διαθέσιμα (Moriki et al., 2008). Η ποσότητα τροφικών διαθεσίμων (με όρους χλωροφύλλης-α) στις περιοχές μυδοκαλλιέργειας δεν υποστηρίζει πια τη δραστηριότητα αφού εντός περιοχής μονάδων οι συνθήκες είναι ολιγοτροφικές.
Ο έλεγχος της ποιότητας του νερού που αντανακλά στην ποιότητα και ποσότητα των καλλιεργούμενων μυδιών γίνεται μόνο για την παρουσία μικροβιακού φορτίου, βιοτοξινών, ορισμένων βαρέων μετάλλων και σποραδικά, για χημικούς ρύπους που εντάσσονται στην καταλληλότητα των μυδιών για ανθρωποκατανάλωση σύμφωνα με την Οδηγία 2006/113/ΕΚ «Περί της απαιτούμενης ποιότητας των υδάτων για οστρακοειδή» και ΠΔ 79/2007ΦΕΚ95Α’ «Αναγκαία συμπληρωματικά μέτρα εφαρμογής των Κανονισμών (ΕΚ) υπ’ αριθμ. 178/2002, 852/2004, 853/2004, 854/2004 και 882/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τους κανόνες υγιεινής για τα τρόφιμα ζωικής προέλευσης, των επίσημων ελέγχων στα προϊόντα αυτά που προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο και τους κανόνες υγείας και καλής διαβίωσης των ζώων και εναρμόνιση της κτηνιατρικής νομοθεσίας προς την υπ’ αριθμ. 2004/41/ΕΚ Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου», ενώ για τη βιωσιμότητα των μονάδων στα πλαίσια και της Οδηγίας 2000/69, απουσιάζουν παντελώς οι έλεγχοι.
Εικόνα. Ο ολιγοτροφικός χαρακτήρας των νερών στις μυδοκαλλιέργειες της Χαλάστρας (τιμές χλωροφύλλης-α) σε σχέση με τις άλλες θαλάσσιες περιοχές των κόλπων Θεσσαλονίκης και Θερμαϊκού (ΕΚΘΕ 2001, SoHelme 2005, ΑΤΕΙΘ 2007).
Η κυκλοφορία του νερού (ταχύτητα ρευμάτων) είναι ασθενική (<2 cm/sec) και πολύ κάτω των προτεινόμενων ορίων (> 5 -10 cm/sec σύμφωνα με τους Inglis et al. 2000). Τα χαμηλής έντασης ρεύματα εμποδίζουν την οξυγόνωση των νερών και τη διέλευση της τροφής των μυδιών ενώ προκαλούν συσσώρευση οργανικού ρυπαντικού φορτίου (κόπρανα, ψευδοκόπρανα, υπολείμματα των διαχειριστικών ενεργειών της καλλιέργειας) στον πυθμένα κάτω από τις μυδοκαλλιέργειες. Η γνώση για τα ρεύματα αφορά σε επίπεδο μονάδας και δεν είναι γνωστές οι συνθήκες υδροδυναμισμού σε επίπεδο αρμαθιάς όπου στην ουσία βρίσκονται τα καλλιεργούμενα μύδια.
Εικόνα. Συχνότητα ρευμάτων ανά ταχύτητα ροής στις μυδοκαλλιέργειες της Χαλάστρας το 2000 (από πρωτογενή στοιχεία του ΕΚΘΕ (2001).
Η θερμοκρασία και το διαλυμένο στο νερό οξυγόνο πολλές φορές παρουσιάζουν τιμές έξω από τα βιοτικά όρια του μυδιού. Φαινόμενα υποξίας ενώ ήταν σπάνια πριν το 2000, μετέπειτα αυξήθηκαν και καταγράφονται πλέον εκτεταμένες περίοδοι υποξίας αλλά και φαινόμενα ανοξίας (Εικ. 6) στις μυδοκαλλιέργειες (ΕΚΘΕ 2001, ΑΤΕΙΘ 2007).
![]() |
![]() |
Εικόνα. Διαλυμένο στο νερό οξυγόνο σε μυδοκαλλιέργειες της Χαλάστρας. Αριστερά κατά το έτος 2000 (ΕΚΘΕ, 2001) και δεξιά το 2006 (ΑΤΕΙΘ, 2007).
Τα πλαστικά αναλώσιμα (πλωτήρες, δίχτυα αρμαθιών, σχοινιά, συλλεκτήρες γόνου) που χρησιμοποιήθηκαν από τη δεκαετία του 1980 μέχρι σήμερα, άρχισαν να συσσωρεύονται (Εικ. 7) ή/και να διασκορπίζονται σε στεριά και θάλασσα και πολλές φορές σε πολύ πιο απομακρυσμένες αποστάσεις από την περιοχή δραστηριότητας είναι έντονη η παρουσία τους σε ακτές.
Ειδικά στη θάλασσα, ως επιπλέοντα και παρασυρόμενα υλικά τα αναλώσιμα της μυδοκαλλιέργειας, μπορεί να δημιουργήσουν προβλήματα ή ακόμα και ατυχήματα σε παραπλέοντα σκάφη (π.χ. περιέλιξη διχτυών/σχοινιών στον άξονα της προπέλας).
Ένας άλλος ρύπος προέρχεται από την αποφλοίωση των μυδιών που τα κελύφη μετά την αποφλοίωση, απορρίπτονται σε χώρους κυρίως εντός του σημαντικής σπουδαιότητας υγροτόπου του Αξιού (προστατεύεται από τη συνθήκη Ramsar). Σημειώνεται ότι στην Κεντρική Μακεδονία υπάρχουν 30 αποφλοιωτήρια δυναμικότητας αποφλοίωσης 12 t μυδιών ανά ημέρα. Σημειώνεται επίσης, ότι το κέλυφος των ελληνικών μυδιών αποτελεί το 40-80% του ολικού υγρού βάρους τους (ΑΤΕΙΘ 2007, Αντωνοπούλου 2009).
Εικόνα. Χρησιμοποιημένα δίχτυα από αρμαθιές μυδιών (εκβολές Λουδία, Κύμινα)
Οι επιβιοτικοί οργανισμοί δημιουργούν εκτός από τον ανταγωνισμό σε επίπεδο αύξησης των μυδιών και σημαντικό ρυπαντικό οργανικό φορτίο (Εικ. 8) ιδιαίτερα στη φάση των αραιώσεων και της συγκομιδής επειδή όλο το απορριπτόμενο υλικό καταλήγει μετά τον καθαρισμό των αρμαθιών, συνήθως στον πυθμένα της μυδοκαλλιέργειας. Μια πρώτη ποσοτική προσέγγιση του θέματος έδειξε ότι το συνολικό οργανικό φορτίο φτάνει σε υγρό βάρος τα 3-4 kg ανά αρμαθιά (Λεμονάκη, 2011) ή περίπου 9 τόνοι ανά πλωτό μυδοτροφείο 10 στρεμμάτων.
Η μεταβολή της απόστασης ανάμεσα στις αρμαθιές σε μια συγκεκριμένη περιοχή, επιδρά στην ανάπτυξη των μυδιών της περιοχής αυτής (Loo & Rosenberg, 1983). Οι Έλληνες παραγωγοί τοποθετούν τις αρμαθιές πυκνά (Εικ. 9) χωρίς όμως να είναι γνωστό ποια απόσταση είναι κατάλληλη για κάθε περιοχή που να εναρμονίζεται και με τη φέρουσα ικανότητα της περιοχής καλλιέργειας.
Εικόνα. Επιβιοτικοί οργανισμοί σε αρμαθιές συγκομιδής από Λουδία (επάνω) και Χαλάστρα (κάτω).
![]() |
![]() |
Εικόνα. Απόσταση μεταξύ αρμαθιών σε πλωτά της Χαλάστρας (αριστερά) (ΑΤΕΙΘ 2007) και του Λουδία (δεξιά) (Αντωνοπούλου 2009).
Οι μειωμένες αποστάσεις των αρμαθιών συνοδεύονται και από μειωμένες αποδόσεις σε σχέση με τα επιτρεπόμενα όρια.
Οι τρέχουσες πρακτικές μετά και τη φθίνουσα πορεία της μυδοκαλλιέργειας, δεν έχουν αξιολογηθεί, αξιολογημένες βελτιώσεις επίσης, δεν έχουν προταθεί και οι χαμηλές τιμές πώλησης των μυδιών σε συνδυασμό με την πυκνότητα των αρμαθιών συνεχίζουν να επηρεάζουν αρνητικά το κόστος παραγωγής διατηρώντας ταυτόχρονα μεγάλη διαφορά μεταξύ χονδρικής και λιανικής τιμής.
Τα προαναφερόμενα προβλήματα στη μυδοκαλλιέργεια οφείλουν να αντιμετωπίζονται σύμφωνα με τα δεδομένα της κάθε περιοχής μυδοκαλλιέργειας (π.χ. περιβάλλον, μέγεθος δραστηριότητας) και τα οριζόμενα στην ισχύουσα νομοθεσία όπως για παράδειγμα είναι (με χρονολογική σειρά):