Η βιώσιμη μυδοκαλλιέργεια ως κλάδος της υδατοκαλλιέργειας βασίζεται στις συνιστώσες περιβάλλον εκτροφής, βιολογία και οικολογία του καλλιεργούμενου είδους και κοινωνικό-οικονομικές συνθήκες που σχετίζονται με την περιοχή εκτροφής και την αγορά του καλλιεργούμενου είδους.
Ο βιολογικός κύκλος του μυδιού που η μυδοκαλλιέργεια βασίζει και τους κύκλους παραγωγής, επηρεάζει το περιβάλλον και επηρεάζεται από αυτό καθώς επίσης και από τις διαχειριστικές πρακτικές που χρησιμοποιεί ο καλλιεργητής.
Η πλήρης αποσαφήνιση όλων των παραπάνω οδηγεί σε μοντέλα προβλεψιμότητας παραγωγής ή και οικονομικών αποτελεσμάτων.
Η αρχική διερεύνηση και παρακολούθηση των προαναφερόμενων συνιστωσών για την ίδρυση αλλά στη συνέχεια και στη διατήρηση μιας βιώσιμης μυδοκαλλιέργειας είναι θεμελιώδη προαπαιτούμενα επειδή καθορίζουν την οικολογική ισορροπία που δημιουργείται στο περιβάλλον της καλλιέργειας και η οποία επιτρέπει την απρόσκοπτη και υγιή ανάπτυξη των μυδιών.
Πιο συγκεκριμένα, μέτρο καλής ανάπτυξης των μυδιών θεωρούνται πολλές παράμετροι ποιότητας όπως:
Στη σύγχρονη Ελλάδα, η καλλιέργεια μυδιών άρχισε λίγο πριν την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (1940) σε πολύ περιορισμένη κλίμακα (Διακοβασίλης, 1987), κυρίως στους κόλπους Σαρωνικό και Θεσσαλονίκης. Στην συνέχεια και ιδιαίτερα στην περίοδο 1980-2000, αναπτύχθηκε η δραστηριότητα με σταδιακή εγκατάσταση μονάδων πασσαλωτών αρχικά και πλωτών από το 1995 και εντεύθεν, ενώ σημειώθηκε ο μεγαλύτερος αριθμός εγκαταστημένων μονάδων κατά τα έτη 1999-2000. Μετέπειτα, ο αριθμός αυτός έμεινε σχετικά σταθερός, με το μεγαλύτερο ποσοστό μονάδων (86 %) και δυναμικότητας (68 %) να εντοπίζεται στους κόλπους Θεσσαλονίκης και Θερμαϊκού (αρμοδιότητα Θεσσαλονίκης, Ημαθίας, Πιερίας).
Εικόνα.. Ποσοστό (%) του αριθμού και της δυναμικότητας των μονάδων μυδοκαλλιέργειας της Ελλάδας ανά περιοχή (πρωτογενή στοιχεία 2012 από Ιχθυολόγους Περιφερειών & Τμημάτων Αλιείας) (Γαληνού-Μητσούδη κ.ά., 2013).
Οι μεγαλύτερες παραγωγές μυδιών καλλιέργειας καταγράφηκαν στην περίοδο του πρώτου μισού της δεκαετίας 2000 για να μειωθούν περισσότερο από το 1/3 στο εξής.
Ο κύκλος παραγωγής διαρκεί 7-13 μήνες αρχής δεδομένης από το αρμάθιασμα του γόνου σε μήκος (2 cm) τέλος άνοιξης. Κατά τον κύκλο παραγωγής διενεργούνται 2-5 αραιώσεις ανάλογα με τη χρονιά και τα περιστατικά βιοτοξινών ή και μολύνσεων (παράταση παραμονής των μυδιών στην καλλιέργεια λόγω απαγόρευσης διακίνησης-εμπορίας). Το εμπορικό μέγεθος (5 cm μήκος) τα μύδια το φτάνουν σε 6-7 μήνες από την έναρξη της καλλιέργειας.
Διαχειριστικά, βάσει της εθνικής νομοθεσίας, η απόσταση μεταξύ των αρμαθών θα πρέπει να είναι ≥ 50 cm χωρίς να ορίζεται πόσο μεγαλύτερη, το μήκος της αρμαθιάς να είναι < 4 m και το βάρος/ m αρμαθιάς δεν θα πρέπει να ξεπερνά τα 15 kg/m. Στην πράξη όμως οι καλλιεργητές τηρούν γενικά μόνο το μήκος της αρμαθιάς. Η πυκνή αυτή τοποθέτηση δημιουργεί παρεμπόδιση της κυκλοφορίας του νερού μειώνοντας η κάθε μονάδα σε ποσοστό μεγαλύτερο του 30 % την ταχύτητα του ρεύματος (ΕΚΘΕ 2001, Galinou-Mitsoudi et al., 2006) ενώ το υδροδυναμικό μοντέλο στις μυδοκαλλιέργειες της Χαλάστρας (σε επίπεδο μονάδων) το κατέγραψαν οι Savvidis et al. (2007) για πρώτη φορά στην Ελλάδα επιβεβαιώνοντας την παρεμπόδιση των ρευμάτων από τις μυδοκαλλιέργειες. Η μειωμένη κυκλοφορία με τη σειρά της δεν επιτρέπει την εύκολη ανανέωση σε τροφή και οξυγόνο ενώ συσσωρεύει μεγάλες ποσότητες αιωρούμενων (Moriki et al., 2008). Οι συνθήκες αυτές αφενός δεν υποστηρίζουν οικολογική ποιότητα περιβάλλοντος και συνθήκες καλής αύξησης των μυδιών (Πίν. 2) αφετέρου αυξάνουν τα δυσμενή φαινόμενα όπως είναι η ανοξία, αλλά και τις επιπτώσεις τους από αυτά (π.χ. μαζική θνησιμότητα των μυδιών).
Η κακή οξυγόνωση του νερού, η μείωση της διαθέσιμης τροφής σε κάθε στάδιο του βιολογικού κύκλου επηρεάζουν τη βιοχημική σύσταση του μυδιού ως προς την ευρωστία, τη φυσιολογία αλλά και την υγιεινότητά του.
Επιπλέον, η περιεκτικότητα σε αλάτι του θαλάσσιου νερού συμβάλει στην υδρόλυση των πρωτεϊνών παρουσία εξειδικευμένης ενδογενούς αμινοπεπτιδάσης με αποτέλεσμα την αύξηση των ελεύθερων αμινοξέων (Deaton et al., 1984), τα οποία είναι πρόδρομοι τοξικών ουσιών δηλ. βιογενών αμινών (ελεύθερη ιστιδίνη πρόδρομος ισταμίνης, ελεύθερη ορνιθίνη πρόδρομος πουτρεσκίνης, ελεύθερη λυσίνη πρόδρομος καδαβερίνης κλπ.).
Η δραστηριότητα της μυδοκαλλιέργειας κατά τις αραιώσεις αλλά και στη συνέχεια στα αποφλοιωτήρια, παράγει και απορριπτόμενο υλικό το οποίο επιστρέφεται στη θαλάσσια περιοχή των καλλιεργειών ή σε περιοχές νόμιμες ή μη στην ξηρά, ως ρύπος. Το υλικό αυτό θα μπορούσε να αξιοποιηθεί μετά από δοκιμασίες και να φανεί χρήσιμο σε άλλους τομείς, κάτι που μέχρι σήμερα δεν έχει συμβεί στην Ελλάδα.
Μελέτες ολοκληρωμένης διαχείρισης βάσει της βιώσιμης καλλιέργειας και των ορθών πρακτικών, δεν έχουν υπάρξει σε ελληνικές μυδοκαλλιεργητικές περιοχές, ακόμα και σε εκείνες υψηλού ενδιαφέροντος. Ωστόσο, ορισμένες σποραδικές μελέτες εκπονήθηκαν (Κράββα 2000, ΕΚΘΕ 2001, ΑΤΕΙΘ 2007, Γαληνού-Μητσούδη κ.ά. 2013, Τσιάρας & Γαληνού-Μητσούδη 2013) και έχουν δείξει ότι η ελληνική παραγωγή υποβαθμίζεται ποιοτικά, ποσοτικά και οικονομικά ενώ το θαλάσσιο περιβάλλον της καλλιέργειας παρουσιάζεται με σαφή σημεία υποβάθμισης. Απομένει να δρομολογηθούν ολοκληρωμένες μελέτες οι οποίες εκτός από τις διαπιστώσεις, οφείλουν πλέον, να δώσουν λύσεις για την αντιστροφή της καθοδικής πορείας της ελληνικής μυδοκαλλιέργειας.